ακριβαναθρεμμένος

ακριβαναθρεμμένος
-η, -ο [ακριβανατρέφω]
αυτός που έχει ανατραφεί με μεγάλη προσοχή και φροντίδα, ο μοσχαναθρεμμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακριβανατρέφω — και θρέφω ανατρέφω κάποιον με αγάπη, με πολλές φροντίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + ανατρέφω και θρέφω. ΠΑΡ. ακριβαναθρεμμένος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”